κοψομεσιάζω

κοψομεσιάζω
μετ.
1) заставлять надрываться; 2) отбить поясницу;

κοψομεσιάζομαι — надрываться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοψομεσιάζω" в других словарях:

  • κοψομεσιάζω — και κουτσομεσιάζω 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο 2. χτυπώ κάποιον στη μέση και τού προκαλώ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + μεσ ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο μεσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κοψομεσιάζω — κοψομέσιασα, κοψομεσιάστηκα, κοψομεσιασμένος 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντάς τον σε μεγάλο κόπο: Κοψομεσιάστηκα να κουβαλώ τσουβάλια. 2. χτυπώντας κάποιον του προκαλώ μεγάλο πόνο στη μέση: Την κοψομέσιασε στο ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσομεσιάζω — βλ. κοψομεσιάζω …   Dictionary of Greek

  • κοψ(ο)- — (Μ κοψ[ο ]) α συνθετικό λέξεων, από το θ. κοψ τού ρ. κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) και το συνδετικό φωνήεν ο , που δηλώνουν ότι κάτι είναι κομμένο (πρβλ. κοψο μύτης). Σε ορισμένα νεοελλ. σύνθ. το α συνθετικό κοψ(ο) έχει πάρει τη μεταφορική σημασία… …   Dictionary of Greek

  • κοψομέσιασμα — και κουτσομέσιασμα, το (κοψομεσιάζω] η καταπόνηση τής μέσης από κούραση ή από χτύπημα …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκόβω — κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»